- ἐρωτηματικῶν
- ἐρωτηματικόςinterrogativefem gen plἐρωτηματικόςinterrogativemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες … Dictionary of Greek
πο- — ριζικό θέμα τών ερωτηματικών (όταν τονίζεται) και τών αόριστων (όταν είναι εγκλιτικό) επιρρημάτων και αντωνυμιών που ανάγεται στην IE ρ. *kwo (πρβλ. γερμ. hvas, Κατ. quod, αρμ. ο, λιθουαν. kas, αρχ. σλαβ. kŭ to). Η ρίζα αυτή έχει και τις μορφές:… … Dictionary of Greek
ποί — (I) Α επίρρ. 1. (ερωτ.) πού; προς ποιο μέρος; (α. «νῡν δὲ ποῑ με χρὴ μολεῑν;» β. «ποῑ τις φροντίδος ἔλθῃ;», Σοφ.) 2. χρον. ώς πότε; («ποῑ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῑναι;», Αριστοφ.) 3. (τελικ.) για ποιο σκοπό; γιατί; («ποῑ δὴ πατεῑς, Κίλισσα, δωμάτων… … Dictionary of Greek
ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός … Dictionary of Greek
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο … Dictionary of Greek
πως — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. κως Α (εγκλιτ. τροπ. επίρρ.) 1. κατά κάποιον τρόπο, κάπως 2. φρ. «αλλιώς πως» και «ἄλλως πως» κατά κάποιον άλλο τρόπο αρχ. 1. με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε («ἀλλὰ μὴ γένοιτο πως», Αιχύλ.) 2. συχνά τίθεται μετά από υποθετικά μόρια … Dictionary of Greek
πόθεν — ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους αρχ. 1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς… … Dictionary of Greek